- ὀρύζιον
- ὀρύζ-ιον, τό, Dim. of ὄρυζα, Sch.D.T.p.195 H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορύζιον — ὀρύζιον, τὸ (ΑΜ) [όρυζα] υποκορ. τού όρυζα, χωρίς υποκορ. σημασία, το ρύζι … Dictionary of Greek
ὀρύζιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορυζιοπωλική — ὀρυζιοπωλική, ἡ (Α) φόρος που επιβαλλόταν στους πωλητές ρυζιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρύζιον + πωλῶ] … Dictionary of Greek